-
1 главный
επ.κύριος, πρώτιστος, βασικός• κεφαλαιώδης, ουσιώδης•-ая идея книги η κύρια ιδέα του βιβλίου•
-ые силы противника οι κύριες δυνάμεις του αντίπαλου•
это самое -ое αυτό είναι το κυριότερο.
|| γενικός•-ая квартира το γενικό στρατηγείο•
главный инженер ο γενικός μηχανικός, αρχιμηχανικός•
главный врач ο αρχίατρος•
главный редактор αρχισυντάκτης.
εκφρ.- ое предложение – (γραμμ.) κύρια πρόταση•- ая книга – (λογιστ.) το καθολικό (βιβλίο)•- ым образом – κυρίως, κατά κύριο λόγο, κατά πρώτο, βασικά•- ое дело – πρώτο και κύριο, ιδιαίτερα σοβαρό, πολύ ουσιώδες. -
2 контроллер
1. (для управления электродвигателями) το όργανο ελέγχου (του ηλεκτροκινητήρα)ο διανομέας του ηλεκτρικού ρεύματος- с программным управлением - με προγραμματισμένο έλεγχο/χειρισμό, αυτόματο -2. (в системах обработки и передачи информации) το όργανο ελέγχου (στο σύστημα επεξεργασίας και μετάδοσης των πληροφοριών).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > контроллер
-
3 экспонат
το έκθεμα, το δείγμα· *ассор-тимент - ов ποικιλία των - τωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > экспонат
-
4 балласт
1. мор. το έρμα, разг. η σαβούρα (ξεν.)в - е υπό το -, το κενό του φορτίουпринимать - ερματίζω, παίρνω το -2. ж.-д. το έρμα (χαλίκι/άμμος) ερμόστρωσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > балласт
-
5 ротор
1. тех. о δρομέας, το στροφείο, ο ρότορας (ξεν.)- распределителя (авто) το στροφείο διανομέα, το στροφείο διανομής2. (вихрь векторного поля) мат. η περιστροφή του διανυσματικού πεδίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ротор
-
6 кардинальный
кардинальн||ыйприл κύριος, βασικός (главный)/ ριζικός (коренной)/ οὐσιώδης (существенный):\кардинальный вопрос τό κύριο ζήτημά \кардинальныйые нововведения οἱ ριζικοί νεωτερισμοί. -
7 удар
ударм1. τό χτύπημα, τό κτύπημα/ ὁ κτύπος (о звуке):\удар саблей ἡ σπαθιά· \удар ного́й ἡ κλωτσιά, τό λάκτισμα· \удар хлыстом τό κτύπημα μέ τό μαστίγιο, ἡ καμι-τσικιά· \удар грома ἡ βροντή· \удар колокола ὁ χτύπος τής καμπάνας, ἡ κωδωνοκρου-σία· главный \удар воен. τό κύριο[ν] κτύπημα· \удар в спину перен τό πισώπλατο χτύπημά одним \ударом διά μιᾶς· наносить \удар καταφέρω κτύπημα·2. перен (потрясение) τό χτύπημα, τό δυστύχημα:\удары судьбы τά χτυπήματα τής μοίρας, οἱ συμφορές·3. (кровоизлияние в мозг) ἡ ἀποπληξία· 4.:солнечный \удар ἡ ἡλίαση[-ις]·5. спорт.:штрафной \удар τό φάουλ· ◊ одним \ударом двух зайцев убить погов. μ' ἕνα σμπάρο δυό τρυγόνια· быть в \ударе εἶμαι σέ φόρμα· ставить под \удар ἐκθέτω σέ κίνδυνο. -
8 узловой
узлов||ойприл1. (являющийся узлом):\узловойгя станция ж.-д. ὁ σιδηροδρομικός κόμβος·2. перен (главный):\узловой вопрос τό κύριο ζήτημα